-
1 фамилия
фамилия ж το επίθετο, το επώνυμο; как ваша \фамилия? ποιο είναι το επίθετο σας;* * *жτο επίθετο, το επώνυμοкак ва́ша фами́лия? — ποιο είναι το επίθετό σας
-
2 фамилия
фамил||ияж τό ἐπίθετο[ν], τό ἐπώνυ-μο[ν]·. как ваша \фамилия? ποιο εἶναι τό ἐπίθετό σας; девичья \фамилия τό πατρικό ἐπίθετο. -
3 прилагательное
-
4 девический
девический, девичийприл κοριτσίστικος, παρθενικός:девичья фамилия τό πατρικό ἐπίθετο, τό κοριτσίστικο ἐπίθετο. -
5 девичий
девический, девичийприл κοριτσίστικος, παρθενικός:девичья фамилия τό πατρικό ἐπίθετο, τό κοριτσίστικο ἐπίθετο. -
6 прилагательный
επ.: имя -ое όνομα επίθετο.ουσ. ουδ. -ое το επίθετο. -
7 согласовать
-сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. согласованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. συνδυάζω, συντονίζω•согласовать действия танков и артиллерии συντονίζω τη δράση των αρμάτωνμάχης και πυροβολικού.
2. (γραμμ.) βάζω, κάνω να συμφωνήσει•согласовать прилагательное с существительным βάζω το επίθετο να συμφωνήσει με το ουσιαστικό (κατά γένος, αριθμό και πτώση).
1. παλ. συνδυάζομαι• συνδέομαι.2. συμφωνώ• αντιστοιχώ•новое постановление не -ется с прежним η καινούρια απόφαση διαφέρει από την προηγούμενη.
3. (τραμμ.) συμφωνώ (στο γένος ή αριθμό ή πτώση ή πρόσωπο)•сказуемое -ется с подлежащим το κατηγόρημα συμφωνεί με το υποκείμενο•
прилагательное -ется с существительным το επίθετο συμφωνεί με το ουσιαστικό.
-
8 имя
το όνομαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > имя
-
9 просклонять
грам. κλίνω (ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, παθητική μετοχή)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просклонять
-
10 склонять
грам. κλίνω (ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, παθητική μετοχή)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > склонять
-
11 тропы
λεκτικοι τροποιперифраза η αντονομασία, η περίφρασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тропы
-
12 фамилия
το επώνυμο, το επίθετο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фамилия
-
13 эпитет
литер. το επίθετο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эпитет
-
14 качественный
качественныйприл в разн. знач. ποιοτικός:\качественный анализ хим. ἡ ποιοτική ἀνάλυση [-ις]· в \качественныйом отношении ποιοτικά· \качественныйое прилагательное грам. τό ποιοτι-κό[ν] ἐπίθετο[ν]. -
15 который
котор||ыймест.1. вопр. ποιος, ποίος, ὀποιος, πόσος:\который час? τί ὠρα εἶναι;· \который из двух? ποιος ἀπ' τους δυό· \который тебе год? πόσων χρονών είσαι;·2. относ. πού, ὁποίος, ὀστις:человек, \который приходил вчера ὁ ἄνθρωπος, πού ήρθε χθες· город, в \которыйом прошло мое детство ἡ πόλη στήν ὁποία πέρασα τήν παιδικήν μου ήλικίαν человек, фамилии \которыйого я не помню ὁ ἄνθρωπος τό ἐπίθετο τοῦ ὁποίου δέν τό θυμάμαι· \который ни см. какой ни· \который -нибудь см какой-нибудь 1. -
16 носить
носитьнесов в разн. знач. φορώ, φέρω:\носить платье φορώ φουστάνι· \носить усы ἀφήνω μουστάκι· \носить очки́ φορώ γυαλιά· \носить траур φορώ πένθος· \носить вещи κουβαλώ πράγματα· \носить на руках парен. περιποιούμαι, ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· ◊ это носило характер... αὐτό είχε τή μορφή...· спор носил бу́рный характер ἡ συζήτηση ήταν θυελλώδης· \носить свою девичью фамилию κρατάω τό οἰκογενειακό μου ἐπίθετο. -
17 отглагбльный
отглагбльн||ыйприл грам. ρηματικός, τοῦ ρήματος:\отглагбльныйое существительное τό ρηματικό παράγωγο, τό ρηματικό ούσιαστικόν \отглагбльныйое прилагательное τό ρηματικό ἐπίθετο. -
18 прилагательное
прилагательноес грам. τό ἐπίθετο[ν]. -
19 эпитет
эпитетм τό κοσμητικ[ον] ἐπίθετο[ν]. -
20 фамилия
[φαμίλιγια] ουσ. α επίθετο, επώνυμο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επίθετο — το 1. (γραμμ.), λέξη προσαρτημένη σε ουσιαστικό, η οποία δηλώνει την ποιότητα ή την ιδιότητά του: Χλομό πρόσωπο. 2. λέξη που χρησιμεύει για δήλωση του χαρακτήρα κάποιου προσώπου ή των ιδιοτήτων ή των συνηθειών του: Παναγία η Μεγαλόχαρη. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίθετο — Μεταβλητό μέρος του λόγου που προσδίδει ιδιότητα ή ποιότητα στο ουσιαστικό. Στα αρχαία ελληνικά και στην καθαρεύουσα, τα ε. είναι τριγενή ή διγενή και ως προς τις καταλήξεις, τρικατάληκτα, δικατάληκτα ή μονοκατάληκτα· στη δημοτική, τα ε. είναι… … Dictionary of Greek
ἐπίθετο — ἐπιτίθημι lay aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) πείθω persuade aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέσποινα — Επίθετο με το οποίο μπορούσε να ονομαστεί κάθε θεά της αρχαίας Ελλάδας. Οι Δωριείς και οι Θεσσαλοί με το επίθετο Δ. τιμούσαν και τις γυναίκες τους. Πολλές χθόνιες θεές, όπως η Αφροδίτη, η Αθηνά, η Κυβέλη, η Εκάτη, η Δήμητρα και η Περσεφόνη,… … Dictionary of Greek
παρνόπιος — Επίθετο του Απόλλωνα, επειδή απάλλασσε τους ανθρώπους από την πληγή της ακρίδας (παρνόπης). Με την επωνυμία αυτή ονόμαζαν, εκτός τον Απόλλωνα, και την Αθηνά. Άγαλμα του Α.Π. υπήρχε στην Ακρόπολη. Όπως λέγεται, το άγαλμα αυτό ήταν χάλκινο έργο του … Dictionary of Greek
Αναδυομένη — Επίθετο που δόθηκε από την ομηρική εποχή στη θεά Αφροδίτη, γιατί αναδύθηκε από τον αφρό της θάλασσας. Η μυθολογική αυτή παράδοση έχει εμπνεύσει πολλούς καλλιτέχνες όλων των εποχών. Οι αναπαραστάσεις της Αφροδίτης από την κλασική πλαστική τέχνη… … Dictionary of Greek
γαιάχος ή γαιήοχος — Επίθετο που αποδιδόταν σε πολλούς θεούς της αρχαίας Ελλάδας, γιατί σήμαινε εκείνον που είχε τη γη της περιοχής που προστάτευε. Ιδιαίτερα προσέδιδαν το επίθετο αυτό στον Ποσειδώνα στη Λακωνία, όπου υπήρχε ιερό του. Ο Όμηρος και ο Πίνδαρος το… … Dictionary of Greek
Ιτωνία — Επίθετο της θεάς Αθηνάς, που προήλθε από τον ναό της στην πόλη Ίτων. Αναφέρεται και ως Ιτωναία ή Ιτωνίς. Η λατρεία της I. Αθηνάς είχε διαδοθεί σε όλη τη Θεσσαλία και μάλιστα είχαν καθιερωθεί και γιορτές, τα επονομαζόμενα Ιτώνια. Με το ίδιο όνομα… … Dictionary of Greek
Ιτώνια — Επίθετο της θεάς Αθηνάς, που προήλθε από τον ναό της στην πόλη Ίτων. Αναφέρεται και ως Ιτωναία ή Ιτωνίς. Η λατρεία της I. Αθηνάς είχε διαδοθεί σε όλη τη Θεσσαλία και μάλιστα είχαν καθιερωθεί και γιορτές, τα επονομαζόμενα Ιτώνια. Με το ίδιο όνομα… … Dictionary of Greek
Σμινθεύς — Επίθετο του Απόλλωνα ως εξολοθρευτή των ποντικών. Η λατρεία του Απόλλωνα με την ιδιότητα αυτή κατάγεται από την Τροία και, γενικά, τη Μ. Ασία. Ο Απόλλων Σ. λατρευόταν ιδιαίτερα στα νησιά Λέσβο, Τένεδο και Ρόδο. Η ετήσια γιορτή του ονομαζόταν… … Dictionary of Greek
Τελχινία — Επίθετο της Αθηνάς στην Τελμησό της Βοιωτίας, όπου υπήρχε ιερό της. Το ιερό ίδρυσαν, κατά την παράδοση, οι Τελχίνες. * * * ἡ, Μ [Τελχίν, ῑνος] η Κρήτη … Dictionary of Greek